αὐτόφωρος — self detected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
αὐτοφώρου — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφώρους — αὐτόφωρος self detected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφώρων — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφώρῳ — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόφωροι — αὐτόφωρος self detected masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαυτόφωρος — ἐπαυτόφωρος, ον (Α) ολοφάνερος, κατάδηλος, αυτόφωρος … Dictionary of Greek
αὐτοφώρωι — αὐτοφώρῳ , αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)